συμπλεκτικός

συμπλεκτικός
-ή, -ό/συμπλεκτικός, -ή, -όν, ΝΑ, και συμπλεχτικός, -ή, -ό, Ν [συμπλέκω]
1. αυτός που συμπλέκει
2. φρ. «συμπλεκτικοί σύνδεσμοι»
(στην παρατακτική σύνδεση) σύνδεσμοι που συμπλέκουν, συνενώνουν, καταφατικά ή αποφατικά, ομοειδείς λέξεις ή προτάσεις και οι οποίοι διακρίνονται σε καταφατικούς: τέ, καί, και σε αποφατικούς: οὔτε, μήτε, οὐδέ, μηδέ και στη νεοελλ. και, κι, ούτε, μήτε, ουδέ, μηδέ, και δε(ν), μη δε(ν), και μη(ν), αντιστοίχως
νεοελλ.
φρ. «συμπλεκτικός ιστός»
(πετρογρ.) ιστός ορισμένων εκρηξιγενών πετρωμάτων στα οποία ένα ή περισσότερα ορυκτά, λ.χ. χαλαζίας, περικλείονται και αλληλοδιεισδύουν μέσα σε ένα άλλο ορυκτό διαφορετικής σύστασης, λ.χ. σε άστριο.
επίρρ...
συμπλεκτικώς / συμπλεκτικῶς ΝΑ
με συμπλεκτικό σύνδεσμο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • συμπλεκτικός — twining masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμπλεκτικός — ή, ό επίρρ. ά αυτός που συμπλέκει: Ο «και»είναι συμπλεκτικός σύνδεσμος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • συμπλεκτικῶν — συμπλεκτικός twining fem gen pl συμπλεκτικός twining masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμπλεκτικόν — συμπλεκτικός twining masc acc sg συμπλεκτικός twining neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμπλεκτικώτατον — συμπλεκτικός twining masc acc superl sg συμπλεκτικός twining neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμπλεκτικοῖς — συμπλεκτικός twining masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμπλεκτικοί — συμπλεκτικός twining masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμπλεκτικοῦ — συμπλεκτικός twining masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμπλεκτικούς — συμπλεκτικός twining masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμπλεκτικῆς — συμπλεκτικός twining fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”